- συμφωνία
- (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από άποψη αρμονίας, τη σύμπτωση (συμφωνία) των διαστημάτων μεταξύ δύο ήχων. Στον Μεσαίωνα σήμαινε τον συνδυασμό υψηλών και βαρέων ήχων, ενόργανων ή φωνητικών. Κατόπιν, ονομάστηκε σ. η ίδια η σύνθεση που σεβόταν τους κανόνες αυτούς. Συγκεκριμένα για το χαρακτηρισμό ενόργανων συνθέσεων ο όρος σ. χρησιμοποιήθηκε γύρω στα 1589 από τον Λούκα Μαρέντσιο για τον χαρακτηρισμό των μουσικών ιντερμέντζων· και πάλι στις αρχές του 17ου αι., η σ. σήμαινε ορχηστρικά κομμάτια ενός λυρικού έργου ή έργα αποκλειστικά γραμμένα για ενόργανα συγκροτήματα. Οι «παρτίτες» συνήθως άρχιζαν με μια σ. Με τον Λούλι και τον Αλεσάντρο Σκαρλάτι δημιουργήθηκε μια συγκεκριμένη μορφική συγκρότηση της σ. που νοούνταν ως «εισαγωγή» (ουβερτούρα) ενός μελοδράματος, και η ιδέα αυτή κίνησε το ενδιαφέρον όλων σχεδόν των συνθετών λυρικών έργων. Ως συμφωνικό αντίστοιχο της σονάτας, που αναφερόταν αντίθετα στο χώρο της μουσικής δωματίου, η σ. κατάγεται κατά τη γνώμη μερικών μελετητών, από τη symphonie en trio (σ. για τρία όργανα) –πολύ διαδομένα τον 17o αι.· και το κοντσέρτο για όργανα –μορφή που αγαπούσαν ιδιαίτερα οι μουσικοί των αρχών του 18ου αι. Η σημαντικότερη στιγμή της σ., κατ’ άλλους, πρέπει ν’ αναζητηθεί στην άνθηση της γερμανικής μουσικής, που χαρακτήριζε τη λεγόμενη σχολή του Μανχάιμ, που δημιούργησε ο Γιαν Βάκλαβ Στάμιτς (1717-1757), συνθέτης, μεταξύ άλλων, πενήντα σ., που χρησίμευσαν ως πρότυπο στις συνθέσεις του Χάιδν, οι οποίες, με τη σειρά τους, επέδρασαν στο Μότσαρτ και στον Μπετόβεν. Στις συμφωνίες του Μπετόβεν, όπως άλλωστε και στις τελευταίες του Μότσαρτ, η σύνθεση έφτασε σε μια ξεχωριστή μορφική και εκφραστική πληρότητα, που αποτελούσε την ανώτερη επιδίωξη μιας καλλιτεχνικής προσπάθειας. Το τυπικό σχήμα σε τέσσερα μέρη και η χρησιμοποίηση της ορχήστρας υπέστησαν διαδοχικά διάφορες μεταβολές, μεταξύ των οποίων σημαντική ήταν η αντικατάσταση του μενουέτου από το σκέρτσο, που έκανε ο Μπετόβεν, συνθέτης 9 σ. Ακόμα και οι συνεχιστές της σ. εξέφρασαν με αυτή, ως αποκορύφωμα έμπνευσης, την τεχνική γνώση και τη δημιουργική έφεση. Αναφέρουμε τους Λουίτζι Κερουμπίνι, που έγραψε μόνο μία σ. (μία μόνο έγραψαν και οι Μπερλιόζ και Φρανκ), Σούμαν, Μπραμς. Εννέα ήταν οι σ. του Σούμπερτ κι έπειτα του Μπρούκνερ και του Μάλερ, που έφεραν στις ακρότατες συνέπειες τις φωνητικές παρεμβάσεις. Τον 19o αι. σημείωσαν επιτυχία, που συνεχίζεται ακόμα, οι σ. του Μέντελσον, του Ντβόρζακ, του Τσαϊκόφσκι, του Μποροντίν. Στους νεότερους χρόνους η σ. κίνησε το ενδιαφέρον διάσημων συνθετών, όπως ο Προκόφιεφ και ο Ζάφρεντ, ο Στραβίνσκι και ο Σοστακόβιτς.
Το όνομα σ. δόθηκε επίσης σε μερικά όργανα: ιδιαίτερα έναν παλιότατο τύπο τύμπανου που εκμεταλλευόταν και την αντήχηση διάφορων χορδών και, τον 12o και 13o αι., στη βιέλα και στην γκάιντα.
* * *η, ΝΜΑ [σύμφωνος]1. συνταύτιση φωνών ή ήχων2. (κατ' επέκτ.) αρμονική ένωση πολλών φωνών ή ήχων, αρμονία, σε αντιδιαστολή με την παραφωνία3. ομοιότητα ή ταύτιση γνωμών ή ενεργειών, ομοφωνία (α. «συμφωνία αντιλήψεων» β. «συμφωνίαν δὲ εῑναι ὁμοδογματίαν περὶ τῶν κατὰ βίον», Ηρωδιαν.)4. συνομολόγηση σύμβασης, ιδίως εμπορικής5. η ίδια η σύμβαση, ιδιωτικό συμβόλαιο, συμφωνητικόνεοελλ.1. μουσ. μεγάλης έκτασης μορφή μουσικής σύνθεσης για ορχήστρα που αποτελείται συνήθως από αριθμό εκτεταμένων τμημάτων, από τα οποία ένα τουλάχιστον χρησιμοποιεί τη φόρμα σονάτα2. όρος σύμβασης («δέχθηκε με τη συμφωνία να μην γίνει άλλη αύξηση»)3. ομοιότητα ή ταύτιση ιδιοτήτων («συμφωνία χαρακτήρων»)4. διεθν. δίκ. σύμβαση μεταξύ κρατών, συνθήκη5. γεωλ. διάταξη ιζηματογενών πετρωμάτων κατά παράλληλες σειρές6. φρ. α) «συμφωνία κυρίων»i) μορφή συμφωνίας μεταξύ κρατών, μη γραπτή συνήθως και βασισμένη στον λόγο τιμής τών εκπροσώπων τους, οι οποίοι αναλαμβάνουν προσωπικά τη δέσμευση τής εκτέλεσης τού περιεχομένου τής συμφωνίας από τα κράτη τουςii) (οικον.) η πιο χαλαρής μορφής συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, η οποία γίνεται άτυπα και προφορικά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρηματιών ή κορυφαίων διοικητικών στελεχών τους και στηρίζεται στον λόγο τής τιμής τουςβ) «συμφωνία ταμείου» — η αριθμητική σύμπτωση ανάμεσα στα μετρητά που βρίσκονται στο χρηματοκιβώτιο τού ταμία και στο βιβλίο τού ταμείουαρχ.1. σύνολο αρμονικά ηχούντων οργάνων, ορχήστρα2. είδος κρουστού ή πνευστού μουσικού οργάνου3. συνήχηση διαστημάτων ευχάριστη στην ακοή, σε αντιδιαστολή με τη διαφωνία4. αρμονία μεταξύ τής θεωρίας και τού υπό εξέταση γεγονότος («ἔχειν τοῑς φαινομένοις συμφωνίαν», Επίκ.)5. φρ. «ἡ διὰ πασῶν συμφωνία» — η διαπασών.
Dictionary of Greek. 2013.